- εμμέτρωψ
- (-οπός) ο мед. с нормальным зрением
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμμέτρωπας — και εμμέτρωψ, ο ο οφθαλμός ανθρώπου που βλέπει φυσιολογικά … Dictionary of Greek